αὐαλέος

αὐαλέος
αὐαλέος
dry
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αυαλέος — αὐαλέος, α, ον (Α) 1. ξερός, στεγνός 2. μαραμένος, ηλιοκαμένος 3. (για τα μάτια) άυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Επαυξημένος τ. του ουσ. αύος* με το επίθημα αλέος* (πρβλ. αζαλέος, ισχαλέος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • αὐαλέα — αὐαλέος dry neut nom/voc/acc pl αὐαλέᾱ , αὐαλέος dry fem nom/voc/acc dual αὐαλέᾱ , αὐαλέος dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐαλέαι — αὐαλέος dry fem nom/voc pl αὐαλέᾱͅ , αὐαλέος dry fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐαλέον — αὐαλέος dry masc acc sg αὐαλέος dry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐαλέων — αὐαλέος dry fem gen pl αὐαλέος dry masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐαλέαις — αὐαλέος dry fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐαλέη — αὐαλέος dry fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐαλέην — αὐαλέος dry fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐαλέης — αὐαλέος dry fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐαλέοι — αὐαλέος dry masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”